Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΧΡΩΜΑ ΜΙΑΣ ΤΕΤΟΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ…

 Είναι το πλάτος της είναι η χαραμάδα της

Ανάλαφρες κνήμες πλέανε ανάσκελες μες στο δωμάτιο

Παραδινόντουσαν όλες δωρεάν στο πρώτο μάτι που τις έβλεπε

Είμαι ένα δένδρο αλλά αντίς για φύλλα έχω νύχια

Που μεγαλώνουν και τρυπούν τον ουρανό

Όπου τον αγγίζουν γίνεται μαύρος και άραχνος

Τα μαλλιά του είναι μακριά αλλά κόκκινα

Αγκαλιάζουν μια στεριά από κόκαλο σαν ποτάμι

Τα μαλλιά μου είναι μιας μικρόβιας θάλασσας το μυστικό

Και του καλού σφυριού το σταθερό κοπάνημα

Είμαι όπως ο πανικός αλλά δεν σκορπίζομαι στον αέρα

Με φυλάνε σε μακρουλά γυάλινα κουβούκλια

που μοιάζουν με ρεβίθια

Ένας στρατός από έντομα

Ήμουν καλός – τώρα είμαι κακός ήμουν ωραίος

Τώρα είμαι σαν μια στραγγαλισμένη αχτίδα

Ήμουν βουνό τώρα είμαι το χρήμα μιας μικρής κλωστής

Βγαίνω από μια πελώρια γυάλα δέκα μέτρα ύψος

Και μπαίνω σ’ ένα συναξάρι όπου κλείνομαι όπως η σκόνη

Γίνομαι γνώμη το βράδυ γύρω απ’ τη φωτιά

Τρίψιμο στο νιπτήρα μιας ιδέας που ξίνισε

Γιατί δεν ξέρει τι να την κάνει τη γλώσσα της

Έχει μια γλώσσα πράσινη σαν κολοκύθα

Έχει μια γλώσσα που κελαρύζει μια πεταλούδα φόνισσα

Αλλά στο βάθος είναι ένα πηγάδι που ντρέπεται

Είναι φαΐ από τσιμέντο ένα χέρι από χαρτί

Είναι φωνή που καθρεπτίζεται είναι περισπωμένη

Ένα κρεβάτι ανθρώπινο ένα κοπάδι πόδια

[ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982 κι ακολουθούν κάποιες άλλες γυναίκες από την ίδια συλλογή (τίτλοι των ιστοριών τους):  

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ

ΧΩΡΙΣ

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η ΚΟΥΚΛΑ

ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ και

ΜΕΣΣΑΛΙΝΑ

 

 


Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)

Πήρα ένα άροτρο και άρχισα να οργώνω την έγκυο γη και να χαράζω επάνω στην κοιλιά της βαθιές χαραξιές κι αυλάκια όπου έτρεχε σαν το αίμα το νερό της βροχής.

Κατάλαβα καθώς περπατούσα μέσα στις πόλεις πως όλοι με γνωρίζανε, γνωρίζανε την όψη μου, γνωρίζανε πώς λέγομαι, και από πού κατάγομαι, πίστευαν πως ήμουνα κάποιο πρόσωπο δημόσιο –και μόνο μια συστολή- μια φυσική διακριτικότητα τους εμπόδιζε να με χαιρετήσουν.

Και είδα ότι σερνόμουνα εδώ και χρόνια χωρίς να το καταλάβω μες στα φουστάνια της μάνας μου – και δεν μπορούσα χωρίς να μου δώσει τη συγκατάθεσή της να κάνω τίποτα - ήμουνα ένα χαλασμένο παιδί, ένα πλάσμα χωρίς θέληση και χωρίς καμιά πρωτοβουλία –το παραμικρό κι αν συνέβαινε έτρεχα να τη βρω και να της ζητήσω βοήθεια- να της ζητήσω τη συνδρομή της, για τα πιο ασήμαντα πράγματα – π.χ. αν μου έλειπε μια οδοντόβουρτσα, δεν έπαιρνα άλλη, μόνο περίμενα να μου την πάρει εκείνη και τόσα άλλα τέτοια, που ήταν ίσως μικρά και ασήμαντα - κι όμως είχαν μια σημασία τεράστια άμα άπλωναν τη σκιά τους πάνω σ’ ολόκληρη μια ζωή και δεν μπορείς να ξεφύγεις – ούτε κι αν είσαι μακριά ούτε κι αν είσαι κοντά, από το παράξενο αυτό νόημά τους. Πώς είσαι ένα χαλασμένο παιδί, γεμάτο αβουλία και ανίκανο να βγει μόνο του στη ζωή να δράσει και να διακηρύξει πως υπάρχει – να αποδείξει πως είναι αυτόβουλο και αυθυπόστατο και ότι από κανέναν δεν κρατάει η σκούφια του, παρά μονάχα από τα χέρια του τα δυο –και γι’ αυτό τόσες φορές, γι’ αυτό λόγω της σκιάς αυτής που άπλωνε πάνω στη ζωή μου και μου ’κοβε κάθε διάθεση, γι’ αυτό τόσο συχνά δεν είχα τη δύναμη να κάνω τ’ απλούστερα πράγματα, όπως να μιλήσω σ’ έναν άνθρωπο που είχα επιθυμήσει, αλλά τ’ ανέβαλλα πάντοτε λέγοντας πως δεν είναι ακόμα καιρός, κι ας τον να κάθεται στην γωνία του, τι δουλειά έχω εγώ με δαύτον –και πολλά άλλα τέτοια - που δεν είναι παρά δικαιολογίες ύπουλες που με κράταγαν σε μια αβουλία, σε μιαν ανικανότητα να δράσω και να κινηθώ και να ζήσω σαν ένα πρόσωπο αυθύπαρκτο και αυθυπόστατο – που δεν έχει τίποτα, που δεν περιμένει τίποτα από κανέναν και που κανέναν δεν λογαριάζει σε ό,τι κάνει.

Ήταν σα να ’χε ακουμπήσει απάνω του βαρύ, το χέρι της μοίρας – μιας μοίρας κακιάς και προαιώνιας, γεμάτης μίση και αντιζηλία, που δεν θέλει να κάνουν τίποτα τα παιδιά της - παρά να μένουν έτσι ανίκανα και αποχαυνωμένα στο περιβόλι όπου παίζανε μικρά και φτιάχνανε με το νερό και με τη λάσπη σπιτάκια και ανθρωπάκια και αφήνανε δρόμο για να περάσει το άλογο που φαντάζονταν πως θα ’ρχόταν, σέρνοντας ένα αμαξάκι και μέσα καθισμένος ένας άγνωστος – κι ήμουνα εγώ αυτό το τσογλάνι το αηδιαστικό - που η ζωή του ήταν ένα σύρε κι έλα, ένα σεργιάνι χωρίς νόημα ένα πήγαινε έλα αδιάκοπο σαν το κύμα στην ακρογιαλιά – που φεύγει κι έρχεται και τίποτα δεν καταφέρνει – ούτε κανέναν μπορεί να πείσει για την αναγκαιότητα της ύπαρξής του.

 

ΧΩΡΙΣ

Γυναίκες χωρίς στόμα σαν

Σταυρόλεξα που σχηματίζουν δρόμους

Σπίτια χωρίς πατώματα

Πόλεις χωρίς σπίτια

Χαλάσματα δίχως ερείπια

Σκέψεις χωρίς εγκέφαλο

Εγκέφαλος χωρίς ρυθμό

Κύματα χωρίς νερό

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)

Επιτέλους φτάσαμε στην Πόλη. Ήταν η ώρα δέκα ακριβώς – δέκα παρά πέντε παρά δύο παρά τρία παρά ένα δευτερόλεπτα. Ήταν η ώρα δέκα ακριβώς. Τελείως εξουθενωμένοι από ένα εξαντλητικό ταξίδι, επιτέλους είχαμε φτάσει. Το ταξίδι ήταν τελειωμένο αλλά είχαμε πάθει πολλά και είχαμε περάσει φοβερά πράγματα που είχαν συμβεί εδώ πάνω στο πλοίο και έξω στη στεριά. Αλλά τώρα τι μας νοιάζανε αυτά –τι με ένοιαζαν εμένα όλα τ’ άλλα είχαμε φτάσει, ήμαστε πια εδώ εξαντλημένοι βέβαια –γιατί το Ταξίδι ήταν μακρινό και πολύ πολύ κουραστικό- στο τέλος μονάχα λίγο πριν τελειώσει το’χαμε κάπως συνηθίσει –αλλά οι περισσότεροι το βρίσκανε ακόμη πολύ ελεεινό- τρισάθλιο, απερίγραπτο.

Είχε –μας φαινόταν έτσι- αρχίσει πριν από χρόνια, πριν από αιώνες ίσως, πριν από τόσο καιρό, που είχε θαφτεί στη μνήμη μας η αρχή –είχαν ξεχαστεί οι λεπτομέρειες κι ας ήταν η αιτία τόσο σπουδαία, οι γλυκές στιγμές έμεναν παρ’ όλα αυτά πιο κοντά, πιο καθαρές, και τώρα που είχαμε φτάσει… Όλα τα παλιά περιστατικά, όλες οι στιγμές, γεμάτες αγωνία, γεμάτες από μια απερίγραπτη αγωνία, γιατί δεν ερχόταν, στους έρημους χωματόδρομους φευγάτος… Ο…

Τι απερίγραπτη αθλιότητα. Τι φοβερή ανέχεια γύρω μας κι όμως εμείς κλεισμένοι μέσα στην ευτυχία μας, όπως σε πύργο, τίποτε δεν βλέπαμε και δεν παίρναμε είδηση τι γινότανε. Οι οιμωγές σαν άσμα μακρινού θριάμβου και οι σπαραγμοί, σπασμοί ηδονής καθώς ετοιμαζόντανε να μπήξουν το μαχαίρι. Τον είχαν ετοιμάσει –τον είχαν βάλει κατάχαμα ανάσκελα ακουμπισμένο και με μια δυνατή και τεχνικότατη στροφή απότομα –η καρδιά ματωμένη ήτανε ψηλά – και το κορμί που σφάδαζε κουφάρι πια. Το ίδιο και η μοναχή που σκύβοντας να δει – βλέπει με φρίκη πως τα μάτια του παιδιού είναι βγαλμένα. Της τα ’χε βγάλει για να ζητιανεύει και να είναι αξιαγάπητη και να τις δίνουνε λεφτά οι πονετικοί άνθρωποι που περνάνε. Κι η πόρτα πάντοτε ανοιχτή, η εξώπορτα. Κι ο νους μου πάντοτε κλειστός πολύ βαρύς και το κορμί μου ασήκωτο. Όπως το σπίτι της πόρνης μέσα στην καταχνιά, που το χτυπάνε κι ανοίγει όταν θέλει ο πελάτης, ο περαστικός στου περαματάρη το πέρασμα.

(Κι η σκέψη μου στους βαρβάρους που κατέβαιναν. Ολοένα κατέβαιναν –και φτάνανε ίσαμε εδώ που ο Αέτιος τους τσάκισε – με ήλιους και με φεγγάρια, και πάνω στα λάβαρά τους ζωγραφισμένα, πότε ένας μαστός, πότε ένα κλωνάρι από το καταχθόνιο δένδρο. Οι Γαλάτες πολέμησαν και αυτοί με τους Ρωμαίους ενάντια στους Ούννους).

Φόλα και οδοντογλυφίδες. Είμαστε συνήθως πάντοτε ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο Συμπληγάδες –κι έτσι τελείωσε το θέρος της ζωής μας. Τα πιο ζεστά τα χρόνια τα χρόνια που μετράνε, γιατί αυτά είναι που σε κάνουν άνθρωπο, κι ας πλανιέται πάνω απ’ τα γυμνά μας κρανία η μυρουδιά η περασμένη των ανύπαρχτων μπορντέλων. Το τελευταίο που γνώρισα ήτανε στο στρατό στην Κόρινθο. Σ’ ένα μέρος ερημικό μια μεγάλη ταμπέλα έγραφε. Υγιής, υγιής, υγιής δίπλα από τους αριθμούς των δωματίων, στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου, όπου ήταν αραδιασμένα τα δωμάτια, και η μαμά μας υποδέχτηκε με τρόπο αυστηρό σαν να ’μαστε εδώ για τιμωρία – κι όχι για το κέφι μας. Μια περαστικιά στο δρόμο δίπλα μου φορούσε ένα άρωμα, δεν πρόλαβα να δω ποια ήτανε, μα το άρωμα μου θύμισε το γραμματόσημο – ένα ορισμένο γραμματόσημο που κυνηγούσα άλλοτε, πάνε τώρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πια ποιανής χώρας ήτανε της Μοζαμβίκης ίσως ή ακόμα και ελληνικό και θυμήθηκα την πλοκή ενός μυθιστορήματος που εκτυλισσόταν με βάση ένα γραμματόσημο.

Ο ήρωας αποκαρδιωμένος κάθεται μπροστά στη συλλογή που έπεσε στα χέρια του. Ένα απ’ όλα αυτά τα γραμματόσημα είναι εκείνο που περιέχει το μήνυμα. Η εικόνα του φτιάχνει τη λέξη –τι λέω- τη φράση, που χρειάζεται για να μπορέσει να προχωρήσει στην έρευνα, και να βρει τη γυναίκα που έχασε – μια απεγνωσμένη δουλειά. Ένα μόνο γραμματόσημο στον κόσμο μπορεί να τον σώσει. Του αφήσανε αυτό το μήνυμα αυτοί που φύγανε. Ένα μήνυμα αόριστο – μια μόνη ελπίδα. Κι έβαλε μόνος του, στην αναζήτησή του ένα όριο. Το πιστόλι είναι πάνω στο τραπέζι –αν δεν βρει  μέσα σε σαράντα οκτώμισι ώρες, τη γυναίκα –θα βάλει τέλος στη ζωή του.

Κοιτάζει λοιπόν το λεύκωμα. Το κεφάλι του είναι γιαούρτι. Δεν έχει καμιά ιδέα ποιο γραμματόσημο εννοούσε το σημείωμα. «Φεύγω –αν μαντέψεις πού θα πάω – είναι μέσα στη συλλογή των γραμματοσήμων ένα γραμματόσημο που θα σου πει πού είμαι –που θα ’μαι. Είναι ένα μέσα σε δύο χιλιάδες: (Ψύλλος στ’ άχερα). Βρες το και θα με βρεις».

Παρελαύνουν μπροστά του οι ωραίες σειρές της Ουγγαρίας –τα πιο όμορφα γραμματόσημα του κόσμου- και των αποικιών της Αφρικής και της Ασίας –τα σπάνια τα κοινά – άλλα σειρές ολόκληρες, και άλλα ελλιπή. Πού να ’ναι μέσα σ’ όλα αυτά, εκείνο που θα τον οδηγήσει, εκείνο που θα του φέρει εκείνη που έφυγε…

Στην απελπισία του κλείνει το λεύκωμα κι αρχίζει να ονειρεύεται, να την ονειρεύεται –αρχίζει πρώτα να σκέφτεται το χρώμα της. Το χρώμα που είναι αυτή η ίδια. Το χρώμα – αλλά ποιο χρώμα – μήπως το χωματί το πράσινο που τόσο της αρέσει στα χειμερινά τοπία ανάμεικτο με την καμένη σιένα του χώματος του καφετί. Το μόνο καπέλο που φόρεσε ποτέ της ήταν κόκκινο ένα κόκκινο σκούρο σχεδόν βυσσινί, μα περισσότερο προς το μενεξεδί. Μήπως ήταν το χρώμα που θα το πρόδιδε, το χρώμα, ο αριθμός –το τρία- το τρία ήταν ο αριθμός της. Αγαπούσε και τα πολλαπλάσιά του, το έξι και το εννέα. Ίσως, ίσως… Έπρεπε να την εξερευνήσει ολόκληρη, τα γούστα, τις συνήθειες της, το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών, έπρεπε να συνθέσει ολόκληρο μυθιστόρημα, να περιγράψει με λεπτομέρειες το καθετί που την αφορούσε. Άραγε να το ’χε κάνει αυτό επίτηδες για να τον αναγκάσει να τη σκεφτεί εξονυχιστικά, πριν να του ξαναδοθεί; Αυτό θα ’ταν. Και το μέρος όπου θα πάει θα ’ταν κάτι που θα ’βγαινε ως συμπέρασμα εκείνων που ήξερε γι’ αυτήν. Μια γενική ιδέα, καμωμένα από πολλά μικρά επιμέρους συμβάντα, ένας λεξίγριφος, που χρειαζόταν υπομονή κι επιμονή και φαντασία, για να βρεθεί. «Αν κάτσω εδώ να σκέφτομαι δε θα βρω τίποτα», είπε μέσα του και παίρνοντας το παλτό του και το μπαστούνι του, βγήκε να κάνει μια βόλτα. Ο αέρας τον δρόσιζε, και τον ξαναζωντάνεψε. Άρχισε πάλι να ελπίζει. Πήγε σ’ ένα καφενείο και παρήγγειλε έναν καφέ. Άνοιξε την εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει τις αγγελίες του ταξιδιωτικού γραφείου. Μια τρελή (απεγνωσμένη) απόπειρα να μαντέψει πού πήγε…

 

 

Η ΚΟΥΚΛΑ

Κάθε πρωί όταν ξυπνούσε έβγαζε τα μάτια της, τη γλώσσα της, τ’ αυτιά της, το στόμα της, τη γλώσσα της και γινόταν ένα άψυχο πλάσμα – εκείνο που τη νύχτα ολόκληρη ήταν ένα πλάσμα θεϊκό της αγάπης γινόταν μια μάσκα άψυχη, ένα αόμματο κι ακίνητο πλάσμα που δεν υπήρχε. Τι ήθελε και μου την έδωσε ο πανάθλιος εκείνος έμπορος λέγοντάς μου ότι δεν θα το μετανιώσω να την έχω σύντροφο παντοτινή. Εκείνος ο ίδιος την είχε πάρει από άλλον και χρόνια ολόκληρα έζησε μαζί της – αλλά τον σφίξανε οι καιροί κι άδειασε το πουγκί του και με πόνο ψυχής, μου είπε πως έπρεπε να την αποχωριστεί. Παρόλο που του ’χε γίνει απαραίτητη και δεν μπορούσε να φύγει απ’ το πλευρό της ούτε στιγμή.

Άνομος έρωτας θα πούνε, μα τι πειράζει, εφόσον ούτως ή άλλως παρανομεύτηκα. Το μέλλον ανοίγεται λαμπρό μπροστά μου, μου είχε πει εκείνο το πρωί όταν μου την πούλησε. Δε ζήτησε πολλά, είναι μια κούκλα μου είπε αλλά μια κούκλα που κάνει θαύματα. Μια τέτοια κούκλα δεν την έχεις ξαναδεί ούτε στον ύπνο σου, καλύτερη από αληθινή γυναίκα – θα δεις πως ό,τι σου λέω είναι αλήθεια - και μόνο αλήθεια. «Μα αλληθωρίζει» του λέω. «Λιγάκι, δεν είναι τίποτα –πήγαινέ την στον γιατρό να της βάλει άλλα μάτια, δεν είναι τίποτα περνάει αυτό». «Και τ’ αναγκαία της πώς τα κάνει;» «Στο καλάθι – όπως τα γατάκια –βαλ’ της σε μια γωνιά ένα κουτί – και θα πηγαίνει να κάνει τσίτσια της και τ’ άλλα αναγκαία»

«Έμμηνα έχει;» «Δεν της έρχονται ακόμα – αλλά - ο Αλλάχ να μας δώσει μέρες – θα ’ρθει η ώρα που θα δούμε κι αυτό το θαύμα». Μια κούκλα να κάνει αίμα; Ο χρόνος είναι λιγοστός του κάθε ανθρώπου και το λάθος του υπέρμετρα μεγάλο ώστε ποτέ να μην ταιριάζει ο πόθος και το ποθούμενο στον ίδιο καιρό, αλλά να ’ρχονται πάντοτε σ’ άλλους καιρούς, εκείνοι που έπρεπε να βρίσκονται μαζί – τα θαύματα της φύσης και τα θαυμαστά φαινόμενα, δεν έπρεπε να ταιριάζουν με αυτά που τα λέμε εμείς τα φαντάσματα της αυλής των θαυμάτων – τα τεχνάσματα των γυρολόγων και των πλανόδιων μάγων και εμπειρικών – των ταχυδακτυλουργών και των θαυματουργών τα γυμνάσματα, και οι παραστάσεις που δεν έχουν τίποτα το κοινό ή το όμοιο με το παράπηγμα της χαρτορίχτρας ή με της μάντισσας το κρύσταλλο όπου μέσα του οραματίζεται και βλέπει τα μελλούμενα – τη γυναίκα αυτή, κούκλα, που τη φαντάστηκα μια Κυριακή απόγευμα σαν αντίδοτο στην ανία μου και είδα να μου την παραδίδει στα στενά σοκάκια μιας αράπικης πόλης, ένας έμπορος που ήτανε φαλιρισμένος και είχε ανάγκη από λεφτά – κι όσο μεγαλύτερη η ανάγκη μου – τόσο πιο δυνατή η παρουσία της εφτάψυχης κούκλας που ήταν σαν γυναίκα – μόνο που δεν μιλούσε κανονικά αλλά βογκούσε όταν την κουνούσες – τη νύχτα όμως δίπλα μου – στο κρεβάτι ψιθύριζε κι έλεγε ιστορίες και διηγιόταν τη ζωή της – πώς γεννήθηκε – από πατέρα και μάνα – πώς την είδε ένας και την αγάπησε πώς την παράτησε ύστερα και τον καταράστηκε, πώς την πήγε η μάνα της στο παζάρι να την πουλήσει, πώς κοκάλωσε πρώτα από το φόβο, κι ύστερα ξύλιασε από το κρύο, κι έγινε – φίλη με το φύλλο καθώς γύριζε το μεγάλο βιβλίο της ύπαρξης. Ο χρόνος – κούκλα - αμίλητη κι υποταχτική – άψυχη σαν πράμα – μονάχα τη νύχτα στο κρεβάτι έμπαινε μέσα της η μνήμη η μεγάλη των πραγμάτων σαν φύσημα τρομερό και την αναστάτωνε ο πόθος και την έφερνε ίσαμε μια σπιθαμή να ζωντανέψει, αλλά δεν ζωντάνευε, μονάχα έρωτα ήθελε να κάνει. Κι επάνω στους σπασμούς – θυμόταν για λίγο – κι ύστερα θόλωνε πάλι το μυαλό της και την τύλιγε το σκοτάδι της άγνοιας.

Και βλέπω να γυρίζει η καρδιά της σαν σβούρα, γιατί ένα χέρι αρκεί ν’ αρχίσει να τη στροβιλίζει σαν τρελή.

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982]

 

 

ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)

Ζούμε φυσικά μέσα στην πιο απόλυτη τηλεπάθεια αν κρίνω απ’ τα λίγα παραδείγματα που έχω – επικοινωνούμε μέσα από ανυπόφορα κενά και από διαστήματα που θα τρόμαζαν κάθε εξερευνητή. Φτάνουμε στο ίδιο συμπέρασμα ακριβώς χωρίς υπολογισμό – χωρίς προκαθορισμένη τροχιά. Είμαστε μαθηματικώς ταυτόσημοι και ψυχικά ανάλογοι μ’ ένα μυστηριώδες βεληνεκές που δεν μπορεί να τοποθετηθεί στα συνηθισμένα πλαίσια των γεγονότων και των γιγαντιαίων των γήινων βλημάτων – είμαστε εκ γενετής παράλληλοι – κάθε φορά που υπάρχει ο ένας υπάρχει κι ο άλλος – ο δαίμονας ή ο άγγελος. Εμφανίζεται κάθε φορά η ηδυπάθεια, τη μεταχειριζόμαστε σαν να ’τανε μια ωραία ξένη –μια κυρία περαστική στην πόλη μας που την τιμούμε φυσικά με παρουσιάσεις όπλων με γρήγορες ματιές και επισκέψεις και χειροφιλήματα μέσα σε κατάκλειστα αυτοκίνητα – είναι δηλαδή μια εταίρα. Οι σκέψεις μας συσσωρεύονται όλες σ’ ένα σημείο του σύμπαντος, κι από κείνο το σημείο –μάντεψε ποιο είναι- χωρίς καθυστέρηση, χωρίς δάκρυα, χωρίς αρωματικά, ξεκινούν τα πάντα. Στον καφενέ όπου συχνάζουμε μας ξέρουνε μ’ ένα όνομα Περσικό. Μας ξέρουνε ως Δαριούλ ή Σιρούλ –και τα σχετικά. Όσο για τη Σαχνάζ, την πριγκιποπούλα των παραμυθιών, τη βλέπουμε κάθε φορά που θα τη φανταστούμε, μέσα από καπνούς κι αναθυμιάσεις μεθυστικές οπίου. Η παλιά θρησκεία της Φωτιάς έχει αντικατασταθεί με κάτι υποσχέσεις Πιλαφιού σε άλλους κόσμους. Αλλά ποιος – εκτός από τους αφελείς, πίστεψε ποτέ σε τέτοια; Όλα είναι δυστυχώς προεξοφλημένα αφού μια μέρα θα πεθαίνουμε, κι ο τρελός στο τέλος έχει δίκιο: Δε θα ’πρεπε να θέσει κανείς εκτός νόμου –θεληματικά- για μια γενιά ολόκληρη την ανθρωπότητα; Δε θα ’πρεπε να μη γεννάμε παιδιά –αφού είναι φανερό πως τα γεννάμε για να καταναλωθούν από το μυστικό Μολώχ που φανερά κατασκευάζουμε στα εργοστάσια τα κρυφά, τα υπόγεια (οι βόμβες του Ιουλίου Βερν θα χλόμιαζαν μπροστά τους) «Ή βόμβες λοιπόν κύριοι, ή παιδιά –αλλιώς θα απεργήσουμε σεξουαλικά για πάντα» Η ομιλήτρια είναι μια ξανθιά και συμβουλεύει στείρωση στα βρέφη που γεννιούνται. Προχωρήσαμε πιο πέρα. Καιρός ν’ αποσυρθούμε ανέπαφοι, καλύτερα μια γης που θα ’ναι έρημη κι ειρηνική γεμάτη τάφους, παρά μια γη μ’ εγκαύματα φριχτά απ’ άκρου εις άκρον, καλύτερα να ’ρθουνε απ’ άλλους κόσμους μυστηριώδεις ξένοι και να κάνουν υποθέσεις και ν’ αναρωτιούνται γιατί μια μέρα εξαφανίστηκε όλος ο κόσμος χωρίς αιτία φανερή. Καλύτερα το στάρι να φυτρώνει άγριο κι ο προτελευταίος άνθρωπος να τριγυρίζει μόνος του στην ερημιά –ενώ περνάει μέσα απ’ το μυαλό του αόριστη χαώδης μια ανάμνηση. Έτσι θα ’πρεπε να τελειώσουμε και όχι αλλιώς: Sic transit Gloria Mundi.

[από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982]

 

ΜΕΣΣΑΛΙΝΑ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)

Στο μεταφυσικό παλάτι σε είδα να μπαίνεις ολόγυμνη στητή- στητή σαν λεοπάρδαλη. Απερίγραπτη για όσους δε σε ξέρουν, ωραία πριγκίπισσα του ύπνου το καμάρι.

Το μεταφυσικό παλάτι ήταν φτιαγμένο από μια αγριοφωνάρα που κουλούριαζε αρμονικά και έκλεινε μέσα της μια σκέψη που υψωνόταν επιβλητική.

Σαν γιγαντιαίο ηλιακό ρολόι, δροσοσταλίδες κρέμονταν στα φύλλα έτοιμες να πέσουν από το δένδρο της σιωπής που άνθιζε μες στον κήπο. Κάθε καρπός και μια ιδέα και ο κορμός βυθιζόταν στα έγκατά του, απ’ όπου αντλούσε τη δύναμή του. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο έχει εδώ τη ρίζα του και την αρχή του. Τα πάθη αντιπροσωπεύονται ένα-ένα. Το καθένα στη γλάστρα του – όπως στα θερμοκήπια.

Εγώ είμαι ένα μικρό μικρούτσικο κλωνάρι στο δένδρο της ακακίας. Οι διάφορες αρετές φυτρώνουν και θάλλουν έχοντας μιαν απερίγραπτη ποικιλία σχήματα, νοήματα και αποχρώσεις. Οι διαστροφές είναι περικοκλάδες αφάνταστα περίπλοκες και μπερδεμένες η μία με την άλλη γεμάτες αγκάθια και φαρμακερά φυτά - που τις σκεπάζουν για προστασία, από τους κακούς δαίμονες, με τον εξωτερικό τοίχο του Παλατιού της Σκέψης.  Εκεί προσπαθούν να μπουν και να φτάσουν οι φαλλοί ως τη μεσιανή αυλή, όπου φυτρώνουν όλα τα ιδανικά ανάερα ανάλαφρα και άπιαστα σαν το μεσημεριάτικο φύσημα μεσοκαλόκαιρα όταν διψάει το δέρμα για λίγη δροσιά – ούτε διακρίνονται εύκολα ούτε είναι δυνατόν να τα πιάσεις – πάντοτε σου ξεφεύγουν σαν αγριόγατοι και χέλια από τα δάχτυλά σου ή ψάρια που φαίνονται κοντά αλλά εξαφανίζονται, μόλις απλώσεις, γρήγορα σαν αστραπή, και χώνονται κάτω από μια πέτρα ή μέσα στα φύκια περιμένοντας να ’ρθεις πάλι κοντά και να ξαναρχίσει ετούτο το διαβολικό παιχνίδι.

Τα έπιπλα έχουν όλα χαρακτηριστικά ανθρώπων. Οι καρέκλες είναι φυσιογνωμίες και σώματα, με πόδια και χέρια. Τα τραπέζια είναι σχήματα του κεφαλιού χρώματα των μαλλιών – τα ντουλάπια είναι δέρματα – μαύρα άσπρα κίτρινα, ηλιοκαμένα ή μπλαβά – τα συρτάρια είναι μάτια – που κοιτάνε άλλα κοντά άλλα μακριά – γαλάζια σκούρα κι ανοιχτά  πράσινα καστανά μολυβιά και μαύρα – οι πίνακες είναι φρύδια – τα πατώματα είναι ποδάρια και οι τοίχοι αυτιά – οι πόρτες είναι μυαλά και τα κρεβάτια αίσθησες – τα μαξιλάρια αισθήματα και οι κορνίζες είναι παιδάκια, τα ράφια γυναίκες , οι πολυθρόνες και οι καναπέδες είναι τα γεράματα, οι λάμπες πετρελαίου τα νιάτα και οι γλόμποι οι ηλεκτρικοί η μέση ηλικία – τα πατάρια είναι κρυφές λαχτάρες – τα κεριά ανησυχίες, τα σεντόνια, τα στρώματα βυζιά, οι κατσαρόλες τα πιάτα και οι λεκάνες  φύλα, αιδοία, θυληκά, αρσενικά – οι φωτογραφίες είναι φουρτούνες, οι βαλίτσες, οι κασέλες, τα κασόνια και τα μπαούλα είναι αναμνήσεις και όνειρα, τα παράθυρα είναι αμφιβολίες και δισταγμοί, οι ραπτομηχανές είναι πόθοι, έλξεις, απωθήσεις, οι σκάλες είναι παρορμήσεις, μαθύσια, οι ράμπες, οι κουπαστές, τα φινιστρίνια τα κάγκελα, τα μπαλκόνια είναι λάθη, κουταμάρες, παραστρατήματα, παροράματα, παραλείψεις, και απογοητεύσεις – τα κουδούνια είναι συναντήσεις, τα τηλέφωνα γνωριμίες – τα υπόγεια είναι χρήματα, και τα μπάνια ανάγκες – η κουζίνα είναι πόθος, οι δίσκοι φλέβες και οι πολυέλαιοι οι συνήθειες  - τα παρκετά  είναι φιλίες, τα κομοδίνα – διαμάχες καυγάδες και μαζώματα – οι βιβλιοθήκες είναι απορίες, και τα γραφεία παραδόσεις, τα χαλιά είναι κουβέντες, τα τζάμια είναι στιγμές ανίας, βαρεμάρες, άδειες ώρες, καιρός για σκότωμα, η εξώπορτα είναι ευγένειες και υποκρισίες, κοινωνικές σχέσεις, το χρηματοκιβώτιο είναι γλέντια, διασκεδάσεις, χοροί – τα μαχαιροπίρουνα είναι περίπατοι – οι σκούπες, τα φαράσια είναι αστεία, ανέκδοτα και πειράγματα – τα ρούχα, ιδίως της μπουγάδας, είναι φαντασίες – τα χερούλια είναι απαγορεύσεις και άδειες, τα ταβάνια, οι βρύσες, είναι συναλλαγές και τα φαγητά είναι σκοτούρες, οι πιατέλες των φρούτων είναι νεύρα και τα λουλούδια είναι δουλειές και μαθήματα. Τα πεζούλια είναι γράμματα – τα μελανοδοχεία είναι γλώσσες και γλυκά, τα χαρτιά είναι συστάσεις, τα βιβλία είναι απώλειες, το αποχωρητήριο είναι διάφορες εκδηλώσεις αγάπης, νεύματα και καλέσματα, οι οχετοί είναι δηλώσεις, τα κρεμαστάρια είναι μορφές – τα παλτά είναι φόβοι και τα παπούτσια εγκλήματα. Οι αναπτήρες είναι απελπισμένα αισθήματα, δάκρυα κι απόγνωση, τα σκοινιά είναι σωσίβια – τα σκαμνιά αντιζηλίες και κακολογίες, οι κάμαρες είναι ανάπαυλες και αναστεναγμοί τα παραθυρόφυλλα είναι ερωταποκρίσεις οι κουρτίνες είναι έρωτας – τα στόρια σταθμοί – και τα στηρίγματα της κεφαλής είναι θυσίες, τα τραπεζομάντηλα είναι κλάματα, οι σομιέδες παρακλήσεις, οι σοφάδες αρνήσεις, τα ερμάρια μετάνοιες, τα παραβάνια είναι κύτταρα. Οι μετόπες είναι μέτωπα και τα κολονάκια αναβολές – οι κουβέρτες είναι σφιχταγκαλιάσματα, οι καθρέφτες σφιξίματα χεριών, τα σκαμνάκια για τα πόδια είναι φουστάνια ανασηκωμένα, τα λουτρά είναι σώματα γυμνά εκστατικά, τα στυπόχαρτα είναι φυσιογνωμίες παλαιικές, τα κάδρα είναι νοσταλγίες οι προσωπογραφίες των προγόνων είναι μελαγχολίες, τα εσωτερικά τηλέφωνα είναι εκδηλώσεις αναπάντεχης χαράς ή λύπης, δηλαδή παλλακίδες. Τα τραπουλόχαρτα είναι αδικίες και προσκλήσεις. Τα καρούλια είναι κακές συνήθειες – η δισκοθήκη είναι ιδανικά χαμένα, το γραμμόφωνο είναι φωνές και οι φωτογραφίες είναι περιέργεια νοσηρή. Τα κλειδιά και οι κλειδαρότρυπες είναι εκβιασμοί και θυμωμένα λόγια. Οι βιτρίνες είναι ενθουσιασμοί, πρόωροι ή αργοπορημένοι και τέλος τα ταψιά είναι μάτια πονηρά αφηρημένα – όπως της Μεσσαλίνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ